- χρυσαττικός
- χρῡσ-αττῐκός οἶνος,A golden Attic wine, Edict.Diocl.2.14, Alex. Trall.1.17, al.; -κόν, τό, Paul.Aeg.3.50.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσαττικός — όν, Α το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσαττικόν α) λευκός αττικός οίνος β) είδος σιροπιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἀττικός] … Dictionary of Greek
χρυσαττικοῦ — χρυσαττικός golden Attic neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσαττικόν — χρυσαττικός golden Attic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)